- πρόσθετα
- πρόσθετοςput toneut nom/voc/acc plπρόσθετοςput toneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσθετικές ουσίες ή πρόσθετα υλικά — Χημικές ουσίες που προστίθενται σε μικρές ποσότητες για να βελτιώσουν τα χαρακτηριστικά μερικών προϊόντων. Η προσθήκη διαφέρει από τη νοθεία εφόσον γίνεται σύμφωνα με τις ειδικές νομικές διατάξεις. Οι π.ο. είναι ποικίλης φύσης και… … Dictionary of Greek
πρόσθεθ' — πρόσθετα , πρόσθετος put to neut nom/voc/acc pl πρόσθετα , πρόσθετος put to neut nom/voc/acc pl πρόσθετε , πρόσθετος put to masc voc sg πρόσθετε , πρόσθετος put to masc/fem voc sg πρόσθεται , πρόσθετος put to fem nom/voc pl πρόσθετε , προστίθημι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek
πρόσθετος — η, ο / πρόσθετος, ον, ΝΜΑ, και προσθετός, ή, ό, Ν [προστίθημι] 1. αυτός που έχει προστεθεί εκ τών υστέρων, που έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί (α. «προσθετά δόντια» β. «πρόσθετοι κλίμακες», Αριστείδ. γ. «πρόσθετοι πτέρυγες»,… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
πρόσθετος — η, ο αυτός που προστέθηκε, ο παραπανίσιος: Πρόσθετα έξοδα. – Πρόσθετα βάρη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Pella — Pour les articles homonymes, voir Pella (homonymie). 40°45′36″N 22°31′09″E / … Wikipédia en Français
Pella (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Pella … Wikipedia Español
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… … Dictionary of Greek